- ἀνάπαλσις
- ἀνάπαλσις, εως, ἡ,A a flinging up, Arist.Mu.396a9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάπαλση — η (Α ἀνάπαλσις) [ἀναπάλλω] εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση νεοελλ. (για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία … Dictionary of Greek
ἀναπάλσεων — ἀναπάλσεω̆ν , ἀνάπαλσις a flinging up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)